- αλητεία
- ητο να είναι κανείς αλήτης: Την αλητεία την τιμωρεί ο νόμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀλητεία — ἀλητείᾱ , ἀλητεία wandering fem nom/voc/acc dual ἀλητείᾱ , ἀλητεία wandering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… … Dictionary of Greek
ἀλητείας — ἀλητείᾱς , ἀλητεία wandering fem acc pl ἀλητείᾱς , ἀλητεία wandering fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητείαν — ἀλητείᾱν , ἀλητεία wandering fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητείαις — ἀλητεία wandering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητείης — ἀλητεία wandering fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλατεία — ἀλατεία, η (Α) δωρ. τ. αντί ἀλητεία* … Dictionary of Greek
αλητεύω — (Α ἀλητεύω) (με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης αρχ. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης. ΠΑΡ. αλητεία] … Dictionary of Greek
ρεμπέλεμα — το, Ν [ρεμπελεύω] 1. τεμπελιά, απραξία 2. άσκοπο τριγύρισμα, αλητεία 3. ανταρσία … Dictionary of Greek
σουρτούκεμα — το, Ν [σουρτουκεύω] η άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους, αλητεία … Dictionary of Greek